Μακροοικονομικές αστοχίες των αγορών

γράφει ο Γιάννης Ανδρεάδης, BA, MSc, ΜΒΑ, Σύμβουλος επιχειρήσεων

Η αδυναμία αυθυπαρξίας και αυτοΐασης της αγοράς έχει θεσμικές επιπτώσεις και σε ευρύτερο πλαίσιο, εκείνο της «Εθνικής Οικονομίας», την οποία τάσει ως προτεραιότητα κάθε Σύνταγμα.

Οι επιμέρους σχετικές αγορές για την κάλυψη μιας ανεξάντλητης γκάμας ανθρωπίνων αναγκών δεν υπάρχουν σε κενό – αλληλεξαρτώνται, καθορίζοντας με τη συνισταμένη τους σε μια δεδομένη κοινωνία, τον πραγματικό «Πλούτο των Εθνών» τον οποίο ευαγγελίστηκε ο Adam Smith. Η ολιστική αυτή θεώρηση των οικονομικών σχέσεων – η οποία στην οικονομική επιστήμη ονομάζεται «Μακροοικονομία» – αποκαλύπτει την ύπαρξη συστημικών οικονομικών κρίσεων, κυκλικών και συγκυριακών.
Τέτοιες κρίσεις, όπως καταγράφηκαν μετά το 1939 και τη «Μεγάλη Ύφεση», είναι εγγενείς σε συστήματα της ελεύθερης οικονομίας. Σε περιόδους ύφεσης, η προσφορά συρρικνώνεται, συχνά και σε χαμηλότερο επίπεδο από εκείνο της μειωμένης ζήτησης, ιδίως λόγω της αβεβαιώτητας ως προς το πότε θα υπάρξει ανάπτυξη. Άμεσο αντίκτυπο της, επιφυλακτικής μεν, ορθολογικής δε συμπεριφοράς των παραγωγών, είναι η αύξηση της ανεργίας. Πρόκειται για μία αρνητική εξωτερικότητα με τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο, η οποία εγκλωβίζει συνολικά την οικονομία σε ένα φαυλό κύκλο:
η μειωμένη παραγωγή και η μεγάλη ανεργία μειώνουν τον πλούτο και την αγοραστική δύναμη, οδηγώντας σε ακόμη μικρότερη ζητησή και προσφορά, άρα σε μεγαλύτερη ανεργία κ.ο.κ. Αντιστρόφως, σε κύκλους υπερθέρμανσης της οικονομίας, η υπερβολική αύξηση της παραγωγής γεννά πληθωρισμό, οδηγώντας σε αναποτελεσματική λειτουργία του μηχανισμού της τιμής. Φουσκώνοντας τις τιμές, ο πληθωρισμός δημιουργεί πλασματικές αξίες για τα αγαθά, μη επιτρέποντας την προσήκουσα κατανομή τους στην κοινωνία και αυξάνοντας τον κίνδυνο για «κραχ», όταν η φούσκα θα έχει γίνει, πλέον, πολύ μεγάλη. Και οι συγκεκριμένες αποτυχίες της ελεύθερης αγοράς εμφανίζουν το χαρακτηριστικό ότι δεν θεραπεύονται ικανοποιητικά από μόνες τους, αλλά απαιτούν έξωθεν λύσεις, όπως είναι η παροχή επενδυτικών κινήτρων, ο έλεγχος των τιμών και η δημόσια εποπτεία εν γένει. Έγιναν μάλιστα, ακόμη πιο δυσεπίλυτες από τη στιγμή που οι συνέπειες και τα μέσα αντιμετώπισής τους υπερέβησαν το στενό εθνικό πλαίσιο. Με τη συρρίκνωση της εθνικής κυριαρχίας και την έλευση της παγκοσμιοποίησης, τα παραδοσιακά μακροοικονομικά εργαλεία αντιμετώπισης των κρίσεων- επιβολή δασμών στις εισαγωγές, υποτίμηση του νομίσματος, ενίσχυση της εθνικής παραγωγής- είτε δεν υπάρχουν πλέον είτε δεν επαρκούν, ιδιώς όταν η κρίση αποκτήσει χρηματοπιστωτικές διαστάσεις και χαρακτηριστικά επηδημίας. Περαιτέρω, η διόγκωση του περιβαλλοντικού ζητήματος – εξάντληση μη ανανεώσιμων πόρων στον πλανήτη, φαινόμενο του θερμοκηπίου – κατέστησε σαφές πως ούτε η ελεύθερη αγορά αλλά ούτε και η νεοκλασική άποψη για τα δημόσια οικονομικά σε εθνικό επίπεδο παρέχουν ικανοποιητικές απαντήσεις. Η αισιόδοξη προσέγγιση ότι κάθε κράτος θα επιτυγχάνει σταθερή ανάπτυξη και αύξηση του ΑΕΠ καταρρίπτεται όταν στην εξίσωση προστεθεί η παράμετρος της εξάντλησης των φυσικών πόρων. Η ανάπτυξη επιβάλλεται πλέον να είναι και βιώσιμη, στόχος ο οποίος υπερβαίνει τις οριζόντιες συναλλακτικές σχέσεις, αλλά και τα εθνικά σύνορα.