γράφει ο Γιάννης Ανδρεάδης, Μc, MBA, Σύμβουλος Νέων ελληνικών επιχειρήσεων
Γιατί να είναι “βέλτιστο” ένα σύστημα το οποίο αυξάνει μεν τον πλούτο, πλην όμως τον κατανέμει μεταξύ των μελών της κοινωνίας ανάλογα με την ικανότητα τους να πληρώσουν, τη στιγμή που η ικανότητα αυτή εξαρτάται άμεσα από τον πλούτο που διαθέτουν ήδη; Ένα τέτοιο σύστημα αδιαφορεί για τις ανισότητες ή και τις επιτείνει, ενώ μπορεί τελικά να αμφισβητηθεί και ως προς το υποτιθέμενο πλεονέκτημά του, και την αποτελεσματικότητά του στην κατανομή των πόρων.
Ειδικότερα δεν ενσωματώνει επαρκώς στην εξίσωση τη φθίνουσα οριακή χρησιμότητα των αγαθών, καθώς επιτρέπει, μέσω της τιμής, την απόκτηση τους από εκείνους που μπορούν μεν να πληρώσουν, αλλά τα έχουν λιγότερο ανάγκη: για παράδειγμα, μπορεί η βέλτιστη συναλλαγή σε όρους προσφοράς/ ζήτησης να γεννά κέρδος 120.000 € για μια πολυεθνική εταιρεία ενδυμάτων (η οποία και πουλά φθηνότερα, με συνέπεια την αύξηση του μεριδίου αγοράς της), αντί για 100.000€ σε δέκα μικρά καταστήματα • ωστόσο η χρηστική αξία των 100.000€ για την επιβίωση και την ανάπτυξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι μεγαλύτερη από από εκείνη των 120.000€ για τον επιχειρηματικό κολοσσό.
Αντίστοιχα, το όφελος που έχω από την απόκτηση ενός επιπλέον κουστουμιού ενώ η γκαρνταρόμπα μου είναι γεμάτη, είναι μικρότερο από εκείνο το οποίο συνεπάγεται η απόκτηση του ίδιου αγαθού από κάποιον άλλο που δεν διαθέτει καθόλου κοστούμι, και ενώ το χρειάζεται δεν είναι σε θέση να το πληρώσει. Με μια φράση, η ταύτιση της κοινωνικής ευημερίας με τη λειτουργία μίας τέλειας αγοράς εμφανίζει μία εγγενή αναδιανεμητική αδυναμία η οποία συνιστά και έλλειμμα αποτελεσματικότητας ως προς την κατανομή των αγαθών.
Η αδυναμία αυτή αναγνωρίζεται από την οικονομική επιστήμη, δικαιολογώντας την παρέμβαση του Κράτους. Δεν υπάρχει, εντούτοις, ομοφωνία για τις ποιες αρμόζει να είναι οι παρεμβάσεις αυτές: να εξαντλούνται στη χρήση φορολογικών εργαλείων, ώστε ο πλούτος να ακατανέμεται λιγότερο άνισα ή να διενεργούνται ευρύτερες, ρυθμιστικές και διαρθωτικές επεμβάσεις στις οικονομικές σχέσεις;
Ας υποθέσουμε ότι ένα Κράτος επιθυμεί να ενισχύσει τα μικρά σημεία πώλησης, όπως είναι τα περίπτερα. Θα το πράξει μόνο μέσω χαμηλότερης φορολογίας ή και με επεμβάσεις στην ίδια την αγορά, απαγορεύοντας την πώληση τσιγάρων στα super markets, ώστε να «προστατεύσει» τα μικρά σημεία πώλησεις από τον «άκρατο» ανταγωνισμό και να αυξήσει τον τζίρο των περιπτέρων; Η σχολή του Σικάγο απορρίπτει τη δεύτερη λύση, όχι όμως και η ελληνική έννομη τάξη.
Εγγείρεται έτσι ένα γενικότερο ερώτημα: Αρμόζει η ευημερία να ταυτίζεται πλήρως με την ωφελιμιστική της όψη, την επίτευξη δηλαδή μεγαλύτερου πλούτου και τη «δαρβινιστική» ανακατανομή του μέσω της αγοράς, έστω και με τις διορθωτικές επεμβάσεις της φορολογίας; Ή μήπως το τι είναι «κοινωνικά βέλτιστο» αποτελεί μία εξίσωση με περισσότερους παραμέτρους, στις οποίες αποτυπώνονται και άλλες θεμελιώδεις προτεραιότητες, όπως η αλληλεγγύη( με τη μορφή της κοινωνικής δικαιοσύνης ) και η βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων;