γράφει ο Dr. Ιωάννης Α. Παπακωνσταντής, DVM, MRCVS, Χειρουργός Κτηνίατρος
Οι αγαπημένοι μας τετράποδοι σύντροφοι παρουσιάζουν όλο και συχνότερα νευρολογικές παθήσεις. Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση του προσδόκιμου ζωής των σκύλων, αλλά και στην πρόοδο της κτηνιατρικής επιστήμης, η οποία επιτρέπει να διαπιστώνονται τέτοια περιστατικά.
Η μεγαλύτερη συχνότητα νευρολογικών περιστατικών αφορά επιληπτικές κρίσεις. Να υπενθυμίσουμε πως ως επιληπτική κρίση ορίζεται το αποτέλεσμα παροξυστικής αλλά συντονισμένης εκπόλωσης μιας ή περισσοτέρων ομάδων νευρώνων του φλοιού ή των υποφλοιωδών περιοχών του εγκεφάλου που κλινικά χαρακτηρίζεται από διαταραχές της συνείδησης και της συμπεριφοράς και από αυτόνομα συμπτώματα σε συνδυασμό με απροαίρετη κινητική δραστηριότητα. Ξαφνικά, ο σκύλος πέφτει στα πλάγια, τρέμει, κάνει ασυντόνιστες κινήσεις με τα πόδια και μπορεί να βγάζει ή όχι κραυγές και σάλια ή ούρα. Όποιος κηδεμόνας σκύλου έχει γίνει μάρτυρας μιας τέτοιας κρίσης, δεν θα τη ξεχάσει ποτέ. Το συχνότερο αίτιο επιληπτικών κρίσεων στον σκύλο είναι η ιδιοπαθής επιληψία. Ας ξεκινήσουμε με ένα ιατρικό μυστικό.
Η λέξη «ιδιοπαθής» για την ιατρική κοινότητα σημαίνει πως «δεν ξέρω πού οφείλεται»!
Άρα, για να υπάρχει διάγνωση ιδιοπαθούς νοσήματος, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η διερεύνηση όλων των γνωστών πιθανών αιτίων που προκαλούν τη συγκεκριμένη κατάσταση.
Στην περίπτωση των επιληπτικών κρίσεων στον σκύλο, η βέλτιστη πρακτική είναι να αποκλειστούν όλα τα πιθανά νοσήματα που προκαλούν επιληπτικές κρίσεις πριν τεθεί η διάγνωση της ιδιοπαθούς επιληψίας. Επομένως, όταν προσκομίζεται ένας σκύλος στο κτηνιατρείο, επειδή έκανε κρίση, ο ιατρός θα αρχίσει με το ιστορικό του ζώου και συγκεκριμένα με όλα τα στοιχεία του ζώου, το ιατρικό και φαρμακευτικό παρελθόν και μια πλήρη περιγραφή των επιληπτικών κρίσεων από τον κηδεμόνα του. Η πιθανή βιντεοσκόπηση της κρίσης βοηθάει πολύ.
Στη συνέχεια, γίνεται μια πλήρης κλινική εξέταση που ακολουθείται από μια νευρολογική εξέταση. Σειρά έχουν οι αιματολογικές εξετάσεις στις οποίες συμπεριλαμβάνονται η γενική αίματος, οι βιοχημικές εξετάσεις (τριγλυκερίδια, χολοστερόλη, άζωτο ουρίας, κρεατινίνη, γλυκόζη, τρανσαμινάσες και αμμωνία). Συμπληρωματικά μπορεί να γίνει και μια γενική ούρων.
Σε περίπτωση θετικού (παθολογικού) αποτελέσματος, τότε δεν πρόκειται για ιδιοπαθή επιληψία, αλλά για κάποια εξωκρανιακή νόσο και η διαγνωστική διερεύνηση πρέπει να προχωρήσει με τις κατάλληλες ειδικές εξετάσεις. Σε περίπτωση όμως αρνητικού (φυσιολογικού) αποτελέσματος, τότε πρόκειται για ενδοκρανιακή νόσο. Δηλαδή, το αίτιο των επιληπτικών κρίσεων βρίσκεται μέσα στο κρανίο. Η βέλτιστη ιατρική πρακτική υπαγορεύει οι επόμενες κινήσεις να είναι εξετάσεις όπως αξονική τομογραφία – CT, η μαγνητική τομογραφία – MRI, η εξέταση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού και το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα. Αν και αυτές οι εξετάσεις είναι αρνητικές, τότε τίθεται η διάγνωση της ιδιοπαθούς επιληψίας.
Στην καθημερινή κτηνιατρική κλινική πράξη στην Ελλάδα όμως, η παραπάνω διαγνωστική διερεύνηση δεν είναι πάντοτε εφικτό να τηρηθεί, είτε λόγω έλλειψης υλικοτεχνικής υποδομής είτε λόγω κόστους. Συχνότερα, η διερεύνηση σταματά αφού αποκλειστούν οι εξωκρανιακές νόσοι, οπότε και τίθεται η διάγνωση της ιδιοπαθούς επιληψίας. Η νευρολογική αυτή κατάσταση εκδηλώνεται με γενικευμένες και βαριάς μορφής επιληπτικές κρίσεις λόγω λειτουργικής διαταραχής των νευρώνων στον εγκέφαλο. Σε ορισμένες φυλές σκύλων, όπως Beagle, German Shepherd, Keeshond, Teckel και Belgian Tervueren έχει επιβεβαιωθεί η κληρονομική μετάδοση. Στους περισσότερους σκύλους, οι πρώτες κρίσεις εμφανίζονται σε ηλικία που κυμαίνεται από 6 μήνες ως 5 χρόνια. Όταν εμφανιστούν σε μικρότερη ή μεγαλύτερη ηλικία, το αίτιο είναι συνήθως οι οργανικές ή οι μεταβολικές εγκεφαλοπάθειες. Συχνότερα πάσχουν τα αρσενικά ζώα και οι μεγαλόσωμες φυλές. Σε αυτές τις φυλές και στα Cocker Spaniel, επιληπτικές κρίσεις εμφανίζονται σε μικρότερη ηλικία, είναι κατά κανόνα γενικευμένες κινητικές και βαριάς μορφής, έχουν ομαδικό χαρακτήρα και μεταπίπτουν ευκολότερα σε επιληπτική κατάσταση. Η πρόγνωση της νόσου στα ζώα αυτά είναι επιφυλακτική ως δυσμενής και η θεραπευτική αγωγή θα πρέπει να αρχίζει το συντομότερο δυνατό. Σε σκύλους των μικρόσωμων φυλών δεν είναι σπάνια η εμφάνιση επιληπτικών κρίσεων σε μεγαλύτερη ηλικία με ηπιότερη κλινική εικόνα.
Στους περισσότερους σκύλους, οι πρώτες κρίσεις εμφανίζονται σε ηλικία που κυμαίνεται από 6 μήνες ως 5 χρόνια.
Αρχικά, οι επιληπτικές κρίσεις παρατηρούνται κατά τη διάρκεια του ύπνου ή της ανάπαυσης του ζώου. Αργότερα που αυξάνεται και η συχνότητα τους μπορεί να εμφανιστούν σε όλη τη διάρκεια του 24ώρου. Σε ορισμένα ζώα, ως εναυσματικοί παράγοντες της επιληπτικής κρίσης μπορούν να δράσουν τα έντονα φωτεινά και ακουστικά ερεθίσματα, όπως οι αστραπές και οι βροντές. Η αύρα συνήθως περνά απαρατήρητη από τους κηδεμόνες, ενώ το μετεπιληπτικό στάδιο, που χαρακτηρίζεται από ποικίλη συμπτωματολογία, μπορεί να διαρκέσει από λίγα λεπτά ως 24 ώρες. Πριν από κάθε θεραπευτική παρέμβαση, ο κηδεμόνας του σκύλου είναι απαραίτητο να είναι ενήμερος για το ανίατο της νόσου, το κόστος και τις πιθανές παρενέργειες των αντιεπιληπτικών φαρμάκων, το ενδεχόμενο υποτροπής ή επιδείνωσης των επιληπτικών κρίσεων και τις υποχρεώσεις του για μακροχρόνια θεραπεία.
Στόχος της αντιεπιληπτικής αγωγής είναι η εξαφάνιση των επιληπτικών κρίσεων χωρίς την εμφάνιση παρενεργειών. Ο στόχος αυτός επιτυγχάνεται συνήθως μόνο στο 50% των περιστατικών. Τα φάρμακα δεν είναι απαραίτητα σε σκύλους που εμφανίζουν επιληπτικές κρίσεις με διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών. Η αντιεπιληπτική αγωγή θα πρέπει να αρχίζει αμέσως όταν οι μεμονωμένες κρίσεις επαναλαμβάνονται σε διάστημα μικρότερο των 6 εβδομάδων, είναι ομαδικές ή όταν το ζώο προσκομιστεί σε επιληπτική κατάσταση, δηλαδή κάνει συνεχόμενα μια κρίση που δεν σταματά.
Κατά τη διάρκεια της αγωγής συνιστάται η λεπτομερής καταγραφή του αριθμού και του τύπου των κρίσεων από τον κηδεμόνα για καλύτερη εκτίμηση της ανταπόκρισης του συγκεκριμένου σκύλου.
Κάθε μεταβολή της δόσης ή προσθήκη νέου φαρμάκου στο αντιεπιληπτικό σχήμα θα πρέπει να γίνεται μόνο όταν εκτιμηθεί σωστά η αποτελεσματικότητα του προηγούμενου σχήματος. Για τον λόγο αυτό θα πρέπει να προσδιορίζεται η συγκέντρωσή του ή των αντιεπιληπτικών φαρμάκων σε δείγματα αίματος πριν από την πρωινή χορήγηση και ύστερα από 4-5 ώρες.
Η αντιεπιληπτική αγωγή ξεκινά με τη χορήγηση φαινοβαρβιτάλης ή βρωμιούχου καλίου. Η πρώτη είναι αποτελεσματική στο 60-80% των περιστατικών, θεωρείται φάρμακο πρώτης επιλογής και υπάρχει σε μορφή χαπιών για τον άνθρωπο. Η δόση πρέπει να εξατομικεύεται, επειδή ο μεταβολισμός της φαινοβαρβιτάλης στο ήπαρ διαφέρει από σκύλο σε σκύλο.
Κάθε 6 μήνες πρέπει να γίνεται προσδιορισμός της συγκέντρωσης του φαρμάκου στο αίμα (αποδεκτά όρια 30-40 mg/ml ορού) για την αποφυγή τόσο της υποδοσίας, οπότε θα έχουμε υποτροπή των κρίσεων, όσο και της υπερδοσίας, οπότε θα έχουμε εμφάνιση παρενεργειών. Οι πιο συχνές από αυτές είναι η ηρέμηση που εμφανίζεται τις πρώτες 3-15 ημέρες, η πολυφαγία, η πολυδιψία και η πολυουρία.
Η σπάνια πρόκληση ηπατοπάθειας με ανορεξία, κατάπτωση, ίκτερο, ασκίτη και ηπατική εγκεφαλοπάθεια αποτελεί τη βαρύτερη παρενέργεια της φαινοβαρβιτάλης. Όταν με τη φαινοβαρβιτάλη δεν μπορούν να ελεγχθούν οι επιληπτικές κρίσεις, επιβάλλεται η προσθήκη και άλλων φαρμάκων όπως το βρωμιούχο κάλιο. Οι συχνότερες παρενέργειές του είναι η υπνηλία, η πολυφαγία, η πολυδιψία και πιο σπάνια η οξεία παγκρεατίτιδα. Το φάρμακο αυτό αποτελεί τη θεραπεία εκλογής σε σκύλους με χρόνια ηπατική ανεπάρκεια καθώς απεκκρίνεται αποκλειστικά από τους νεφρούς.
Ολοκληρώνοντας αυτή την ανάλυση της ιδιοπαθούς επιληψίας, κρίνεται σκόπιμο να αναφέρουμε τις πρώτες βοήθειες που πρέπει να κάνει ο κηδεμόνας ενός σκύλου που βρίσκεται σε «status epilepticus», δηλαδή άρχισε μια επιληπτική κρίση και δεν σταματάει. Τότε πρέπει να φροντίσει να μην χτυπήσει το ζώο το κεφάλι του σε έπιπλα ή άλλα αντικείμενα καθώς τρέμει, να ειδοποιήσει άμεσα τον κτηνίατρο και να ηρεμήσει με χάδια και λόγια το ζώο μέχρι να έρθει ο κτηνίατρος, ο οποίος θα χορηγήσει διαζεπάμη κατά προτίμηση ενδοφλέβια με σκοπό την άμεση διακοπή της επιληπτικής δραστηριότητας. Αν αυτό δεν έχει αποτέλεσμα, τότε θα χορηγηθεί ενέσιμη γενική αναισθησία και ο σκύλος θα μεταφερθεί σε κλινική για βραχεία νοσηλεία.
Συμπερασματικά, η ιδιοπαθής επιληψία στον σκύλο είναι μια ανίατη κατάσταση, η οποία όμως μπορεί να ελεγχθεί και ο σκύλος να ζήσει μια φυσιολογική ζωή. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η στενή συνεργασία του κτηνίατρου, του κηδεμόνα αλλά και του ίδιου του σκύλου.