γράφει ο Γιάννης Ανδρεάδης, Μc, MBA, Σύμβουλος Νέων ελληνικών επιχειρήσεων
Ιωάννης Ανδρεάδης
MSc, MBA
Σύμβουλος νέων ελληνικών επιχειρήσεων
[email protected]
Ο κύριος όγκος των ξένων επιχειρήσεων στην Ελλάδα δραστηριοποιείται στη βιομηχανία και το εμπόριο. Οι ελληνικές επιχειρήσεις από την άλλη πλευρά δραστηριοποιούνται στις κατασκευές, στα μεταλλεύματα και στον κλάδο των τροφίμων.
Μεγαλύτερο ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζουν οι διαφορές μεταξύ ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων στις αποδόσεις τους, καθώς και στους παράγοντες που επηρεάζουν τις αποδόσεις αυτές.
Οι αποδόσεις των επιχειρήσεων, τις οποίες προσεγγίζουμε είτε από το σύνολο των πωλήσεων είτε από το επίπεδο των κερδών τους, παίζουν σημαντικό ρόλο σε μικροοικονομικό και μακροοικονομικό επίπεδο. Σε μικρό-επίπεδο οι αποδόσεις των ξένων επιχειρήσεων υπογραμμίζουν σημαντικές διαρθωτικές διαφορές ανάμεσα στις εγχώριες και στις αλλοδαπές επιχειρήσεις. Οι διαφορές αυτές (τόσο στις αποδόσεις των επιχειρήσεων όσο και στον τρόπο με τον οποίο αυτές δραστηριοποιούνται στην εγχώρια αγορά), χρίζουν ανάλυσης καθότι αποδεικνύονται καθοριστικης σημασίας για την περιορισμενη ανταγωνιστικότητα των εγχώριων επιχειρήσεων σε σχέση με τις ξενες, τις διαφορές τους στην παραγωγικότητα, στην ποιότητα των αγαθών που προσφέρουν, τη χρήση τεχνολογίας, την καινοτομία, την ένταση κεφαλαίου, τη χρήση χρηματοπιστωτικών πόρων, κ.α.
Από την άλλη πλευρά, σημαντικές διαφορές οι οποίες δείχνουν συγκριτικό πλεονέκτημα των ξένων επιχειρήσεων έναντι των ελληνικών, εμπεριεχουν συνέπειες και στη συνολική διάρθρωση της οικονομίας. Η περιορισμένη κερδοφορία και ο χαμηλός όγκος πωλήσεων συρρικνώνουν και τα φορολογικά έσοδα. Η περιορισμένη ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων έναντι των ξένων αποτελεί μειονέκτημα για τη δυναμική των ελληνικών εξαγωγών και συνεπώς το εμπορικό ισοζύγιο. Η υστέρηση που παρουσιάζουν οι εγχώριες επιχειρήσεις στην κερδοφορία έχει άμεση επίδραση στον όγκο της επανεπένδυσης, στο εισόδημα, και στα κίνητρα για καινοτομία, έρευνα και ανάπτυξη.
Πιο συγκεκριμένα, η ανάλυση της χρηματοοικονομικής επίδοσης των δύο ομάδων επιχειρήσεων φέρνει στο φως διαφορές στην κεφαλαιακή δομή μεταξύ ελληνικών και ξένων επιχειρήσεων. Οι διαφορές στη χρηματοδότηση μεταξύ ξένων και ελληνικών επιχειρήσεων μπόρουν να συνοψισθούν στα παρακάτω σημεία:
• Στην περίπτωση των ξένων επιχειρήσεων, το μέγεθος παίζει σημαντικό ρόλο για τη βραχυχρόνια χρηματοδότησή τους. Αντίθετα, για τις ελληνικές επιχειρήσεις, το μέγεθος των συνολικών περιουσιακών στοιχείων σχετίζεται θετικά με το μακροχρόνιο και τον συνολικό δανεισμό. Σχέση βραχυχρόνιου δανεισμού και μεγέθους, δεν επιβεβαιώνεται για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
• Η μεγέθυνση (μετρούμενη ως την αύξηση των συνολικών περιουσιακών στοιχείων) οδηγεί σε υψηλότερο μακροχρόνιο δανεισμό για τις ξένες επιχειρήσεις. Για τις ελληνικές επιχειρήσεις δεν φαίνεται να υπάρχει σημαντική συσχέτιση μεταξύ των δύο μεταβλητών.
• Ενώ στις ξένες επιχειρήσεις υπάρχει θετική σχέση μεταξύ αποθεματών και μόχλευσης βραχυχρόνια, στις ελληνικές επιχειρήσεις η σχέση αυτή είναι αρνητική. Οι τράπεζες φαίνονται επιφυλακτικές στη χορήγηση δανείων προς τις επιχειρήσεις, θεωρώντας ένδειξη αναποτελεσματικής διαχείρησης τα υψηλά αποθέματα προϊόντων.
• Υψηλότερα περιθώρια κέρδους (σύμφωνα με τους δείκτες των καθαρών κερδών προς ακαθάριστα κέρδη και καθαρών κερδών προς καθαρές πωλήσεις), επιφέρουν υψηλότερη χρήση βραχυχρόνιου και μακροχρόνιου δανεισμού για τις ελληνικές αλλά όχι για τις ξένες επιχειρήσεις.
• Η διαχειριστική ικανότητα (με βάση τον δείκτη της καθαράς αξίας προς μακροπρόθεσμο κεφάλαιο και το δείκτη πιστωτών επί 360 προς καθαρές πωλήσεις), επηρρεάζει το συνόλο των χρηματοοικονομικών υποχρεώσεων των ελληνικών, όχι όμως και των ξένων επιχειρήσεων.
• Η παραγωγικότητα (ως το σύνολο των πωλήσεων προς τον αριθμό των εργαζόμενων), δεν αποτελεί στατιστικά σημαντικό παράγοντα για τον προσδιορισμό της κατανομής των κεφαλαίων των εγχώριων επιχειρήσεων, σε αντίθεση με τις ξένες.
Τα παραπάνω μας επιτρέπουν να καταλήξουμε σε ορισμένα συμπεράσματα:
οι εγχώριες επιχειρήσεις φαίνεται να αφήνουν σημαντικούς πόρους ανεκμετάλλευτους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τη μη εντατική εκμετάλλευση των περιουσιακών στοιχείων τους. Επίσης διακρίνονται από χαρακτηριστικά υψηλής επισφάλειας στις απαιτήσεις, λόγω περιορισμένης οργανωτικής δομής, έλλειψη χρονοδιαγράμματος για την είσπραξη απαιτήσεων και την εξόφληση βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων. Η μη είσπραξη των απαιτήσεων πριν την εξόφληση των υποχρεώσεων, προκειμένου οι πρώτες να χρησιμοποιηθούν ως κεφάλαιο κίνησης, αποτελεί σημαντική ένδειξη μη αποτελεσματικής διαχείρισης. Τέλος, οι εγχώριες επιχειρήσεις με επαρκή ρευστότητα δεν επανεπενδύουν τα κεφάλαια τους, αλλά τα αφήνουν σχετικώς ανεκμετάλλευτα.
Αναφορικά με τα ποσοστά κέρδους, προκύπτουν σοβαρές ενδείξεις για την ύπαρξη διαφορών ανάμεσα στις ελληνικές και τις ξένες επιχειρήσεις. Οι ξένες επιχειρήσεις παρουσιάζουν κατά μέσο όρο πολύ υψηλότερα επίπεδα κερδοφορίας από τις ελληνικές, καθώς και μικρότερες διακυμάνσεις στις αποδόσεις τους. Ταυτόχρονα, οι ξένες επιχειρήσεις έχουν πρόσβαση σε περισσότερα μακροπρόθεσμα κεφάλαια, σε αντίθεση με τις ελληνικές οι οποίες εξασφαλίζουν δάνεια μικρότερης διάρκειας.
Τα στοιχεία αυτά σε συνδιασμό με τα ευρήματα που προκύπτουν από τα στοιχεία της Eurostat για το μέσο κόστος των εργαζομένων και την προστιθέμενη αξία εργασίας, ενισχύουν ορισμένες σκέψεις για ύπαρξη Transfer Pricing (Ενδοομιλικές Συναλλαγές) από την Ελλάδα προς τις χώρες προέλευσης των ξένων επιχειρήσεων.
Το Transfer Pricing (Ενδοομιλικές Συναλλαγές) εμπεριέχει πολλαπλές επιπτώσεις. Καταρχήν, χειροτερεύει τα δημοσιονομικά του κράτους καθώς χάνονται πολύτιμα φορολογικά έσοδα. Αυτή η απώλεια φορολογικών εσόδων έχει ως αποτέλεσμα την επιπλέον επιβάρυνση του υπολοίπου πληθυσμού, καθώς οδηγεί σε αύξηση του σχετικού βάρους που θα επωμιστεί ή σε επιπλέον δημόσιο δανεισμό. Άρα το πρόσθετο βάρος επωμίζεται στους φορολογούμενους και καθιστά περισσότερο άνιση την κατανομή του εισοδήματος.
Εξάλλου, εξαιτίας του Transfer Pricing (Ενδοομιλικές Συναλλαγές) προκαλούνται στρεβλώσεις στο ισοζύγιο πληρωμών ανάμεσα στις χώρες προέλευσης των επιχειρήσεων που εμπλέκονται σε αυτό. Οι εισροές/εκροές με τη μορφή Transfer Pricing δίνουν λανθασμένη εντύπωση όσον αφορά τις συναλλαγές μεταξύ των δυο χωρών, αφού αυτές οι εισροές και εκροές κεφαλαίων αποτελούν απλές μεταβιβάσεις από την θυγατρική μιας επιχείρησης στην μητρική της και δεν απεικονίζουν πραγματική οικονομική δραστηριότητα.
Επιπλέον, οι ξένες επιχειρήσεις μπορεί να επιδεινώνουν την κατανομή του εισοδήματος σε μια χώρα εάν συμβαίνει να δραστηριοποιούνται σε κατεξοχήν ολιγοπωλικούς κλάδους και συνεπώς να ενέχουν επιζήμιες συνέπειες για την κοινωνία.
Ενδεικτικά με βάση τα στοιχεία της Eurostat [για την Ελλάδα σε σχέση με χώρες της Μεσογείου (Ιταλία, Πορτογαλία, Ισπανία) και της Βόρειας Ευρώπης (Δανία, Ολλανδία, Φιλανδία, Σουηδια και κυρίως την Ιρλανδία)] παρατηρούμε μεγάλες διαφορές στο δείκτη εισροών κεφαλαίου, οι οποίες οδηγούν στο συμπέρασμα περί ύπαρξης πρακτικών Transfer Pricing στην ελληνική οικονομία.
Οι χαμηλές τιμές του δείκτη εισροών κεφαλαίου για την Ελλάδα (κυριώς σε συγκρισή με τις χώρες ις Βόρειας Ευρώπης) σε συνδιασμό με την ευνοϊκή μεταχείρηση στην δανειοδότηση (όγκος κεφαλαίων και διάρκεια αποπληρωμής) των ξένων επιχειρήσεων, μας οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι ξένες επιχειρήσεις είναι σε θέση – μέσω πρακτικών Transfer Pricing – να μεταφέρουν πόρους στο εξωτερικό και να επωφεληθούν των όρων της μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Με τον τρόπο αυτό επωφελούνται σε τρία επίπεδα: καρπώνονται το πλεόνασμα του καταναλωτή, ωφελούνται από τη μακροπρόθεσμη χρηματοδότηση που τους παρέχουν οι ελληνικές τράπεζες, και τέλος, αποφεύγουν τη φορολογία (με την όποια συνέπεια για την ελληνική οικονομία) μέσω της μεταφοράς των κεφαλαίων στο εξωτερικό.